με φοβάμαι...

δε μ'αρέσει να ξεχνάω... γ'αυτό γράφω

Tuesday, April 11, 2006

για μια καρέκλα


Μιλούσε ο πατέρας μου με το γείτονα στο δρόμο, καλοκαίρι θυμάμαι. Ο ένας από την πλευρά του δρόμου ο άλλος μέσα από την αυλή. Η μητέρα μου, αιώνια ερωτευμένη, τον κοιτούσε από το παράθυρο οπου διάβαζε. 5, 10, 15, 20 λεπτά. Σηκώνεται, πέρνει μια καρέκλα απο την αυλή και την πηγαίνει στον πατέρα μου. "Σε βλέπω που κουράστηκες και είπα να σου τη φέρω να καθήσεις" του λέει. Και ο πατέρας μου γεμάτος απορία "Μα καλα σηκώθηκες να φέρεις την καρέκλα για μένα? Σ'ευχαριστώ ρε γυναίκα!" και το έβλεπες στα μάτια του ότι ήταν ο πιο ευτυχισμένος και περήφανος ανθρωπος στον κόσμο.

'Ισως να έχω μεγαλώσει με τέτοια βιώματα και για μένα η αγάπη να σημαίνει εγώ για σένα και συ για μένα. Ίσως για μένα να δίνουν το αλάτι στην αγάπη αυτές οι καθημερινές μικρές και απλές κινήσεις. Ε και... μερικά πράματα δε τα ζορίζεις.
'Οταν εγώ αρχίζω και ζητάω τότε πολύ φοβάμαι ότι η ιστορία παίρνει την κατιούσα.
'Οταν ζητάω σημαίνει ότι κάτι με ενοχλεί και θέλω να αλάξει γιατι πονάω.
Γιατί να ζητάω?
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑΩ?
Γιατί να ζητάω μόνο εγω?
Και όταν ζητάω ζητάω ζητάω... και συ δε καταλαβαίνεις αλλά ειλικρινά δε καταλαβαίνεις τότε παίζει πρόβλημα.
Και τότε είναι που λυπάμαι πολύ.
Και τότε είναι που καταλαβαίνω ότι αγάπη σαν την παραπάνω δε παίζει.

Τι στο διάλο έχει γίνει το σήμερα ρε γαμώτο. Δε ζητάω του πουλιού το γάλα, δε ζητάω πολλά πράματα. 'Ενα. Δε θέλω να ζω την αγάπη του σήμερα, απέκτησε και καινούρια υπόσταση τρομάρα της, ψιλοανεξάρτητη φάση και καλά. Δε θέλω να αγαπάω όπως σήμερα. Δε θέλω να κουλάρω. Θέλω να μαι στην τσίτα μαζί σου. 'Ολα για σένα. Εγώ είμαι της παλιάς σχολής.
Γίνεται να σου αφοσιωθώ?

Όπως το κόβω όχι.


είναι κρίμα και σ'αγαπάω τόσο πολύ μα τόσο πολύ